- πολύχορδος
- -η, -ο / πολύχορδος, -ον, ΝΑ(για μουσ. όργανο) αυτός που έχει πολλές χορδέςνεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το πολύχορδοηχόμετρο στο οποίο εκτείνονται πολλές χορδέςαρχ.1. (σχετικά με αυλό) αυτός που παράγει, που εκπέμπει πολλές φωνές2. (σχετικά με άσματα ή μουσικά κομμάτια) αυτός που άδεται ή εκτελείται από πολλές φωνές ή εκτελείται σε όργανο με πολλές χορδές3. φρ. «πολύχορδος δημοκρατία»μτφ. δημοκρατία με πολυφωνία (Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -χορδος (< χορδή), πρβλ. ισό-χορδος].
Dictionary of Greek. 2013.